κηρύσσω

κηρύσσω
και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ]
1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας 'Αχαιούς», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ, διακηρύσσω (α. «όπου βρεθεί κηρύσσει ότι θα εκδικηθεί τον πατέρα του» β. «ὃ εἰς τὸ οὗς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τών δωμάτων», ΚΔ)
3. προκηρύσσω, αναγγέλλω επισήμως (α. «η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα» β. «ἀγῶνας Ἀργείοισι κηρῡξαι», Σοφ.)
4. διδάσκω δόγματα και ιδέες και παροτρύνω σ' αυτά, διδάσκω τον θείο λόγο («κηρύσσω τον θείο λόγο»)
5. καταξιώνω, ανακηρύσσω, αναγορεύω κάποιον σε ένα αξίωμα («φαβωρῑνον ἡ εὐγλωττία ἐν σοφισταῑς ἐκήρυττεν», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. παθ. κηρύσσομαι-δηλώνομαι, φανερώνομαι
2. φρ. α) «κεκηρυγμένος εχθρός» — δεδηλωμένος εχθρός, φανερός εχθρός
β) «μού έχει κηρύξει τον πόλεμο» — μέ εχθρεύεται
μσν.
1. δίνω το σύνθημα
2. διασύρω κάποιον
3. διαδίδω κάτι
4. κατονομάζω, ορίζω
αρχ.
1. είμαι κήρυκας, ασκώ το έργο τού κήρυκα («διατελεῑ γὰρ ἐν Πειραιεῑ κηρύττων», Δημοσθ.)
2. κάνω προκήρυξη ως κήρυκας («λαον κηρύσσοντες άγειρόντων κατά νήας», Ομ. Ιλ.)
3. κατακρίνω, κατηγορώ («κηρύσσω τὸν Ἔρωτα, τὸν ἄγριον», Ανθ. Παλ.)
4. επικαλούμαι («κηρύξας ἐμοί, τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν», Αισχύλ.)
5. παραγγέλλω, διατάζω («εὐφημίαν κηρύσσειν», Σοφ.)
β. (για τον πετεινό) κράζω, λαλώ
6. προκηρύσσω κάτι για πώληση
7. κηρύσσω κάποιον ως κακούργο ή κατάδικο
8. αναγορεύω, ανακηρύσσω κάποιον ως νικητή
9. παθ. κηρύσσομαι
α) (για χώρα) εξαίρομαι, επαινούμαι («Σικελῶν ὀρέων ματέρ', ἀκούω καρύσσεσθαι στεφάνοις ἀρετᾱς», Ευρ.)
β) παίρνω εντολή, διατάσσομαι μέσω τού κήρυκα, προσκαλούμαι («τις έκηρύχθη πρώτην φυλακήν;», Ευρ.)
γ) είμαι («μὲ λέγουν ὅτι τοῡ κεκήρυξαι πατρός;», Ευρ.)
10. φρ. α) «κηρύσσω τινά» — καλώ κάποιον σε κάποιο μέρος
β) «κηρύττω ἀποικίαν» — προσκαλώ ανθρώπους για σχηματισμό αποικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρύσσω — κηρύσσω, κήρυξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κηρύσσω — κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῦσσον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῦττον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg (attic) κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκηρῦχθαι — κηρύσσω to be a herald perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῦξαι — κηρύσσω to be a herald aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῦξαν — κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύξαντ' — κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc pl κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act masc acc sg κηρύ̱ξαντι , κηρύσσω to be a herald aor part act masc/neut dat sg κηρύ̱ξαντε , κηρύσσω to be a herald aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύξουσ' — κηρύ̱ξουσα , κηρύσσω to be a herald fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald aor subj act 3rd pl (epic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”